επιτροπαίος

επιτροπαίος
ἐπιτροπαῑος, -α, -ον (Α) [επιτροπή]
αυτός που ανατέθηκε στην επιτροπεία, στην επιστασία κάποιου («ἐπιτροπαίην παρὰ Πολυκράτεος λαβὼν τὴν ἀρχήν», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτροπαίην — ἐπιτροπαί̱ην , ἐπιτροπαῖος entrusted to one fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”